- φλαυρουργος
- φλαυρουργόςφλαυρ-ουργός2плохо работающий
φ. ἀνήρ Soph. — неумелый работник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φ. ἀνήρ Soph. — неумелый работник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλαυρουργός — working badly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαυρουργός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μεγαλ ουργός] … Dictionary of Greek
φλαυρουργοῦ — φλαυρουργός working badly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek